κοκκινομάλλης

κοκκινομάλλης
-α, -ικο, θηλ. και –ούσα
αυτός που έχει κοκκινωπή κόμη, κοκκινοτρίχης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοκκινομάλλης, -α — και ούσα, ικο αυτός που έχει κόκκινα μαλλιά, κοκκινοτρίχης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοκκινοτρίχης, -α, -ικο — κοκκινομάλλης, αυτός που έχει κόκκινο τρίχωμα: Φυλάξου από σπανό κι από κοκκινοτρίχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πύρρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Όνομα που έδιναν στον Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα. 2. Βασιλιάς στην Ήλιδα, που είχε διαδεχτεί στον θρόνο τον αδελφό του Δαμοφώντα. Tην εποχή του, το 580 π.Χ., η Πίσα, στην οποία βασίλευε, ήταν… …   Dictionary of Greek

  • κοκκινοτρίχης — α, ικο κοκκινομάλλης …   Dictionary of Greek

  • πορφυρόμαλλος — η, ο / πορφυρόμαλλος, ον, ΜΑ (νεολλ.) αυτός που έχει πορφυρά μαλλιά, κοκκινομάλλης φρ. «πορφυρόμαλλον δέρας» ειρων. προβιά με πορφυρό τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφυρός + μαλλός (πρβλ. δασύ μαλλος)] …   Dictionary of Greek

  • πυρινόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει κοκκινωπά μαλλιά, ο κοκκινομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύρινος (Ι) + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. μελανό θριξ, πυρρό θριξ] …   Dictionary of Greek

  • πυρράκειος — ὁ, Α [πυρράκης] (για πρόσ.) αυτός που έχει κόκκινα μαλλιά, κοκκινομάλλης …   Dictionary of Greek

  • πυρροπίπης — ὁ, Α (σε λογοπαίγνιο τού Αριστοφ. αντί τού πυροπίπης) παιδεραστής που προτιμάει τα ξανθόμαλλα αγόρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «κοκκινομάλλης» + οπίπης (< ὀπιπεύω «παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα»), πρβλ. γυναικ οπίπης] …   Dictionary of Greek

  • πυρρότριχος — η, ο / πυρρότριχος, ον, και πυρρόθριξ, ότριχος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και πυρσόθριξ, ότριχος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πυρρόξανθα μαλλιά, κοκκινομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός / πυρσός «ερυθρός, κοκκινωπός» + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό τριχος / λευκό θριξ)] …   Dictionary of Greek

  • πυρσόκομος — ον, Μ αυτός που έχει πυρρόξανθα μαλλιά, ο κοκκινομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (ΙΙ), δωρ. τ. τού πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + κομος (< κόμη), πρβλ. χρυσό κομος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”